- Αιθιόπισσα
- η (Α Αἰθιόπισσα) (θηλ. τού Αἰθίοψ, Αιθίοπας)γυναίκα που κατάγεται από την Αιθιοπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἰθιόπισσα — Αἰθιοπίζω to speak aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… … Dictionary of Greek
ԵԹԷՈՎՊԱՑԻ — (ցւոյ, ւոց.) NBH 1 0648 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա.գ. ԵԹԷՈՎՊԱՑԻ. αἱθίοψ, ἠ αἱθιόπισσα aethyops գրի եւ ԵԹՒՈՎՊԱՑԻ, այսինքն եթիովպացի, կամ եթովպացի. Բնակիչ երկրին՝ որ կոչի եթէովպիա. խափշիկ. հապէշ *Աբդամելէք եթէովպացի. Երեմ. ՟Լ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)